ἐξολοθρεύει

ἐξολοθρεύει
ἐξολοθρεύω
pres ind mp 2nd sg
ἐξολοθρεύω
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλεπού — Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπόλεθρος — ἀνθρωπόλεθρος, ον (Μ) αυτός που εξολοθρεύει τους ανθρώπους …   Dictionary of Greek

  • βοορραίστης — βοορραίστης, ο (Α) αυτός που εξολοθρεύει τα βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + ραίστης < ραίω «συντρίβω, τσακίζω, εξολοθρεύω»] …   Dictionary of Greek

  • γιγαντοφόνος — γιγαντοφόνος, ον (Α) αυτός που εξολοθρεύει τους Γίγαντες …   Dictionary of Greek

  • δαΐξανδρος — δαΐξανδρος, ον (Α) αυτός που εξολοθρεύει άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αόρ. εδάιξα τού ρ. δαΐζω* «σφάζω, φονεύω» + ανδρος < ανήρ] …   Dictionary of Greek

  • εντομοκτόνος — ο 1. αυτός που εξολοθρεύει τα έντομα 2. το ουδ. ως ουσ. το εντομοκτόνο ουσία που καταστρέφει τα έντομα …   Dictionary of Greek

  • εξολοθρευτής — ο (θηλ. εξολοθρεύτρια) (AM ἐξολοθρευτής) [εξολοθρεύω] αυτός που εξολοθρεύει, που καταστρέφει τελείως …   Dictionary of Greek

  • ερείπω — ἐρείπω (Α) 1. μεταβάλλω σε ερείπια, κατεδαφίζω, καταστρέφω, κατακρημνίζω («ἐρέριπτο δὲ τεῑχος Ἀχαιῶν» γκρεμίστηκε το τείχος τών Αχαιών, Ομ. Ιλ.) 2. εξολοθρεύω, καταστρέφω («ἐρείπει γένος θεῶν τις» κάποιος από τους θεούς εξολοθρεύει το γένος,… …   Dictionary of Greek

  • θεριστικός — ή, ό (ΑΜ θεριστικός, ή, όν) [θεριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θερισμό, ο χρήσιμος για θερισμό («θεριστική μηχανή») νεοελλ. 1. αυτός που εξολοθρεύει, που αποδεκατίζει («θεριστική βολή» η βολή που γίνεται με διαδοχικές γρήγορες… …   Dictionary of Greek

  • κιρκάετος — Αρπακτικό πτηνό της οικογένειας των ιερακιδών (ιερακόμορφα). Η επιστημονική ονομασία του είναι Circaetus gallicus. Την άνοιξη και το καλοκαίρι ζει σε ορεινές και δασώδεις περιοχές της κεντρικής και νότιας Ευρώπης και της κεντρικής Ασίας, απ’ όπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”